Ποτέ άλλοτε μια λεξούλα μια σταλιά δεν ακούστηκε τόσο κακόηχα, τόσο έντονα, τόσο περίεργα. «Όχι».
Άρνηση, δυσαρέσκεια, σύγκρουση. Αν ανησυχείς ότι μόλις την ξεστομίσεις, θα χρειαστεί να φορέσεις την πανοπλία σου, το κράνος σου και να αρπάξεις την ασπίδα σου, σου έχουμε τη λύση. Μια πρόταση που ακολουθώντας τη, θα διαπιστώσεις ότι παρόλο ότι λες ένα Όχι, θα έχει μικρότερη αντίσταση, σχεδόν θα ακούγεται σαν «Ναι».
Είναι βέβαιο ότι στη ζωής μας θα αρνηθούμε πράγματα και θα μας αρνηθούν επίσης. Κι όμως, παρά το γνώριμο και το αναπόφευκτο της κατάστασης, έχουμε τόσα κάστρα χτίσει γύρω από αυτή την άρνηση, που της έχουμε προσδώσει μια εικόνα τρομερή, τη θεωρούμε κάτι απευκταίο, κάτι που μόλις το πούμε θα σταματήσει η γη να γυρνά, θα ανοίξει και θα πέσουμε όλοι. Ακόμη κι όταν μια άρνηση θέτει όρια και προστατεύει τόσο εμάς, όσο και τους άλλους.
Δε θα χρειαστεί να αναρωτηθείς και πολύ για να βρεις από πού πηγάζει αυτή η δυσκολία μας να προβάλουμε την άρνησή μας. Πάλι πίσω στην παιδική μας ηλικία, εκεί που κάποια όχι μας δυσαρέστησαν τους πιο δικούς μας ανθρώπους και μας άφησαν να κουβαλάμε το φόβο αυτής της δυσαρέσκειας μέχρι τώρα. Τότε, το πρώτο μέλημά μας ήταν να έχουμε με το μέρος μας την εύνοια των γονιών μας, να μη τους δυσαρεστούμε, να μην τους αναστατώνουμε. Κι έτσι, ενδόμυχα και εντελώς ασυνείδητα, μάθαμε να διατηρούμε την εικόνα του καλού παιδιού, να λέμε ναι σε όλα, ακόμα κι αν δε θέλαμε να κάνουμε κάτι, ακόμα κι όταν το ναι μας ζόριζε πολύ.
Μάθαμε να είμαστε καλόβολοι, εξυπηρετητές, υπάκουοι. Μην τυχόν και μας πουν ότι δεν είμαστε καλοί ή τόσο καλοί όσο θα ήθελαν ή περίμεναν από εμάς. Μάθαμε να μεταμορφωνόμαστε σε ανθρώπους ΝΑΙ, σε εκείνους που ακόμα και να τολμήσουν να σκεφθούν το όχι, κάτι κακό θα συμβεί. Ο φόβος της έκφρασης μιας άρνησης μας διακατέχει τόσο έντονα, που η δυσαρέσκεια του συνομιλητή μας φαντάζει γιγαντιαία. Κι ας είναι κάτι αναμενόμενο ή πιθανό.
Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που εμείς δεχόμαστε μια άρνηση. Είτε αυτό που ζητάμε είναι απλό και όχι απαραίτητο, είτε πολύ σημαντικό για μας, η άρνηση από μόνη της, το άκουσμα και μόνο αυτού του όχι, αρκεί κάποιες φορές για να μας απογοητεύσει να μας ακινητοποιήσει, ακόμη και να μας αποκόψει από τη σχέση. Δύσκολα το δεχόμαστε.
Ας δούμε μαζί πώς θα λέμε «όχι» λέγοντας «ναι». Είναι κάτι παραπάνω από υγιές, όταν έχουμε να δώσουμε μια άρνηση, να πούμε ένα όχι δηλαδή, να το τιμήσουμε και να δώσουμε αυτήν ακριβώς την απάντηση, έτσι ακριβώς όπως τη νιώθουμε, τιμώντας εμάς και ταυτόχρονα την απάντησή μας. Αυτό που ταυτόχρονα είναι σημαντικό να προσθέσουμε σε αυτήν την επικοινωνία, είναι να δείξουμε πως αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη του συνομιλητή μας. Όλοι έχουμε την ανάγκη να νιώσουμε πως έχουμε ακουστεί και κάποιος αναγνωρίζει ότι έχουμε το δικαίωμα να ζητάμε κάτι. Η ικανοποίηση ή όχι αυτής έρχεται σε δεύτερο χρόνο. Πρώτα ακούμε, έπειτα απαντάμε. Και, πάντα, σε σύνδεση και με τις δικές μας ανάγκες.
Ας φέρουμε παράδειγμα την άρνηση ενός παιδιού. Ας πούμε ότι ένα παιδί μας ζητά περισσότερο χρόνο μαζί μας και δε θέλει πχ να πάει για ύπνο την ώρα που του λέμε να το κάνει. Αντί να το μαλώσουμε και να του πούμε ότι είναι κακό παιδί που δε μας ακούει και μας ταλαιπωρεί –χειριστική προσέγγιση-, αντί να του πούμε ότι το πρωί έχει σχολείο και δε θα ξυπνάει γιατί δε θα έχει κοιμηθεί αρκετά ή ό,τι άλλο σκεφτούμε για να το πείσουμε, ας ακούσουμε την ανάγκη του, ανεξάρτητα αν μπορούμε να του επιτρέψουμε να παραμείνει για λίγο ακόμα- κι ας δώσουμε εναλλακτικές.
Μπορούμε να πούμε: “Νιώθω κι εγώ την ανάγκη σου να παίξουμε λίγο παραπάνω, ποιος δεν θα ήθελε να συνεχίζει να παίζει ; Φοβάμαι ότι θα κουραστείς περισσότερο έτσι και τελικά δεν θα κοιμηθείς καλά. Επίσης, έχω κι εγώ την ανάγκη να ξεκουραστώ. Έτσι θα μπορώ αύριο να έχω περισσότερη ενέργεια να παίξουμε και πάλι. Τι λες; Θέλεις να ξαπλώσεις για να αρχίσεις να χαλαρώνεις και αύριο πάλι να μπορούμε να παίξουμε περισσότερο;”. Δεν ακούστηκε πουθενά η λέξη όχι. Αντιθέτως, δώσαμε στο παιδί να καταλάβει ότι αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη του κι έχουμε κάτι να προτείνουμε.
Το ίδιο ισχύει και με τους ενήλικες. Το σημαντικό είναι να παραμείνουμε συνδεδεμένοι με την ανάγκη του άλλου. Να του δώσουμε να καταλάβει ότι τον ακούμε, ταυτιζόμαστε με το θέλω του, δεν το κατηγορούμε, δεν το απορρίπτουμε, ακόμη κι όταν δεν μπορούμε να το ικανοποιήσουμε, γιατί σεβόμαστε μια δική μας ανάγκη. Μιλώντας πάντοτε με μια κατάφαση, στην προκειμένη περίπτωση την ένδειξη της κατανόησης της ανάγκης του συνομιλητή μας, μπορούμε να μείνουμε στη θέση μας, στο όχι μας, χωρίς τελικά να ακυρώνουμε την ανάγκη του άλλου ή το δικαίωμά του να την εκφράζει.
Σεβασμός, κατανόηση και κατάφαση. Τρεις λέξεις πιο σημαντικές από το «Όχι».