Ο μπαμπάς μου ήταν ήρεμος άνθρωπος.
Δεν τον είδα να μαλώνει ποτέ, ούτε να φωνάζει, κάτι μούτρα έκανε όταν στράβωνε με κάποιον ή με κάτι, αλλά όχι σπουδαία πράγματα. Ήταν ο άνθρωπος του δε βαριέσαι, ανεκτικός, συγχωρητικός, με χιούμορ και καθημερινή διάθεση για καλαμπούρια και πλάκες.
Αν γινόταν κάποια ζημιά στο σπίτι έλεγε «δεν πειράζει, και τι θα γίνει αυτός που το φτιάχνει αυτό, κλέφτης ή χωροφύλακας ;». Τώρα, από ποιον ακριβώς συλλογισμό έβγαινε η συγκατοίκηση του κλέφτη και του χωροφύλακα στην ίδια φράση δεν κατάλαβα ποτέ, ούτε και το αναλύσαμε άλλωστε, αλλά τέλος πάντων οι ζημιές ή οι απώλειες αντιμετωπίζονταν σχεδόν σαν καλό νέο, σαν να δίνουν λόγο ύπαρξης σε πλειάδα επαγγελμάτων (πάντως όχι του κλέφτη και του χωροφύλακα).
Τα λέω όλα αυτά για να δώσω την εικόνα του υπομονετικού μπαμπά μου, εικόνα που μια μέρα είδα να διαλύεται σαν πυροτέχνημα μπροστά στα μάτια μου, όταν τον είδα να μεταμορφώνεται σε ταύρο μαινόμενο, με μια ορμή που δεν θα φανταζόμουν ότι είχε.
Τι έσπασε το τείχος της ανοχής του ; μια προσβολή, μια προδοσία, μια αδικία, μια απαράδεκτη συμπεριφορά; Θα απογοητεύσω τη φαντασία σου. Ο μεγάλος εχθρός του μπαμπά μου, τη μέρα εκείνη, δεν ήταν τίποτε μεγαλύτερο ή σημαντικότερο από ένα παλιό και ελαφρά ξεχαρβαλωμένο ραφάκι με μπαχαρικά στην κουζίνα μας.
Από την αρχή κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτό το ράφι. Κάτι το μέρος που τοποθετήθηκε που ήταν λίγο στενό, κάτι που στραβοκαρφώθηκε, κάτι που δεν ήταν απ’ τα ανθεκτικά, δημιουργούσε, τελικά, περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυνε. «Τάκη, το ράφι» φώναζε συχνά η μαμά. Πότε έπεφτε, πότε έγερνε, πότε έφευγε ένα προστατευτικό που είχε μπροστά και έπεφταν κανέλες και γαρύφαλλα στο πάτωμα, μια ανημπόρια γενικά και ένα σε δουλειά να βρισκόμαστε. Κανένας όμως δεν σκεφτόταν να το βγάλει από εκεί, λες και είχαμε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης μαζί του να συνυπάρχουμε παρά τις δυσκολίες.
Και, όπως γίνεται συνήθως με τα πράγματα που ανεχόμαστε, έφτασε η ώρα που ο κόμπος συνάντησε το χτένι. Σε μια ακόμη ιδιοτροπία του ραφιού, σε ένα ακόμη «Τάκη, το ράφι» ο Τάκης, σαν ποτήρι που δέχτηκε την τελευταία του σταγόνα κατακούτελα, σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος, αποφάσισε να αποχαιρετήσει διαπαντός το κακομαθημένο ράφι, που χωρίς να το ξέρει είχε υπογράψει την καταδίκη του. Και δεν το αποχαιρέτησε με τη συνηθισμένη του στωικότητα, με γέλιο, πλάκες και χαρές, ούτε καν.
Το βούτηξε έξαλλος από τον τοίχο, ξεκόλλησαν τα καρφιά, έμειναν ξεχειλωμένες τρύπες στον τοίχο να χάσκουν, πετάχτηκαν τα μπουκαλάκια με τα μπαχαρικά στον νεροχύτη με όλο το περιεχόμενο και όλα αυτά σε κλάσματα δευτερολέπτου, ένας σεισμός που δεν τον περιμένεις, που δεν προλαβαίνεις να δεις τι και πώς.
Η μαμά μου κι εγώ με ανοιχτά στόματα δεν καταλαβαίναμε τι γινόταν, κοιτούσαμε με έκπληξη μια τον μπαμπά και μια η μία την άλλη, προσπαθώντας να πνίξουμε το γέλιο που προκαλούσε η ξαφνική μάχη με το ανυποψίαστο ράφι, που δεν κατάλαβε το δύσμοιρο από πού του ‘ρθε.
Το πιο αστείο δεν ήταν τόσο αυτά που έκανε ο μπαμπάς μου την ώρα της επίθεσης, όσο αυτά που έλεγε. Έχοντας μπει σε αντιραφικό παραλήρημα και ενώ είχε ήδη αρχίσει να χτυπάει το ράφι στο πάτωμα μέχρι τελικής διαλύσεως, του φώναζε ταυτόχρονα «δεν θα με τρελάνεις εσύ, δεν θα με κάνεις ό,τι θέλεις, τέλος, το ακούς αυτό που σου λέω; τέλος, μέχρι εδώ !»
Δεν έχω γελάσει τόσο πολύ και τόσο πνιχτά ταυτόχρονα ποτέ ξανά. Ακόμη και χρόνια μετά, όταν το θυμόμασταν με τη μαμά, δακρύζαμε από τα γέλια.
Αναρωτήθηκα πολύ αργότερα, με ποιον αλήθεια να τα έβαλε ο μπαμπάς τη μέρα εκείνη. Ποια απωθημένα παράπονα έμεναν στριμωγμένα στην ψυχή του και βρήκαν την ευκαιρία να εκφραστούν, να ανασάνουν, να φωνάξουν για μια ληγμένη υπομονή κι ένα χαμένο δίκιο;
Ό,τι κι αν ήταν, χαίρομαι που είχε τη δική του ευκαιρία στο ξέσπασμα και την ικανοποίηση που ακολούθησε. Όλοι έχουμε δικαίωμα στην τρικυμία. Μερικές φορές, ναι, μερικές, μερικές μόνο φορές και όχι βέβαια πάντα, ίσως είναι το μόνο εισιτήριο για τη γαλήνη που κάποια κομμάτια μας ζητάνε.