Βρέθηκα στην παλιά μου γειτονιά πριν λίγες μέρες. Τη γειτονιά που ήταν το πατρικό μου, εκεί γεννήθηκε ο μπαμπάς μου, εκεί γεννήθηκα εγώ και τα παιδιά μου και εκεί ζούσα μέχρι σχετικά πρόσφατα.
Πέρασα μπροστά από την πράσινη πόρτα του κυρ Παναγιώτη, την πόρτα του λιλιπούτειου ψιλικατζίδικου της γειτονιάς, από τα ελάχιστα πράγματα που συνεχίζουν να υπάρχουν, να βγάζουν γλώσσα στο αδυσώπητο πέρασμα της ανοικοδόμησης και του χρόνου. Στέκεται ακόμη εκεί, μπροστά στα δυο στενά σκαλοπάτια που έπρεπε να κατέβει κανείς για να την περάσει, μικρή, στενή μιας κι ήταν πάντα μόνο το ένα της φύλλο ανοικτό. Μοιάζει ακόμη πιο μικρή με τις πολυκατοικίες γύρω της, σκουριασμένη πια, με σπασμένα κάποια τζάμια της, κοιτάζει στωικά το ανυπάκουα χορταριασμένο πεζοδρόμιο και ανέχεται τους γαριασμένους τοίχους που την περιβάλλουν.
Κάθε φορά που θα περάσω θα σταθώ για λίγο. Το πόσο γρήγορα ταξιδεύω πίσω στο χρόνο είναι ένα μικρό θαύμα. Μπορεί να μην θυμάμαι τι έφαγα χθες καμμιά φορά, αλλά όταν βρεθώ μπροστά στην πόρτα του κυρ Παναγιώτη, θα διακτινιστώ δεκαετίες πίσω σε χρόνο μηδέν. Αν γυρίσω το βλέμμα μου κάτω, θα φοράω ακόμη τα μικρά μου παπουτσάκια, στο χέρι μου θα νιώθω τα λίγα ψιλά μες τη μικρή παλάμη μου.
Η πόρτα με το ζωντανό πράσινο χρώμα της θα με καλωσορίσει, ο ασβεστωμένος τοίχος θα χαμογελάει. Περνάω την πόρτα και βρίσκομαι στον θαυμαστό μου κόσμο. Ένας πάγκος χωρίζει στη μέση το ήδη μικρό δωματιάκι. Ένας πάγκος γεμάτος με εκατομμύρια μικροπράγματα, φορτωμένος, πλούσιος, χρωματιστός, λαμπερός, γευστικός, μαγικός, χαρούμενος. Ένας ολόκληρος κόσμος απόλαυσης.
Και πίσω εκεί ο κυρ Παναγιώτης. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό του. Μόνο μια φιγούρα κι ένα χέρι. Το χέρι του που πρόβαλε πάνω από τον πάγκο, έπαιρνε τα ψιλά που άφηνα και έδινε τα θαυμαστά αντικείμενα της παιδικής χαράς μου. Μια καραμελίτσα και ένα χέρι. Τσιχλόφουσκες, μια σοκολάτα κι ένα χέρι. Άλμπουμ, χαρτάκια, κοκαλάκια, τσιμπιδάκια κι ένα χέρι. Τόσο απλή ήταν η πρόσβαση σε τόση ευτυχία.
Είμαι ευγνώμων που έζησα τέτοιες στιγμές χαράς και ξεγνοιασιάς, σε χρόνια που ήταν φτωχικά για την πλειοψηφία μας, τουλάχιστον στη γειτονιά που έζησα εγώ. Είμαι ευγνώμων που μπορώ και κρατάω τις καλές μου αναμνήσεις, σαν πολύτιμα πετράδια στο σεντούκι με τους θησαυρούς μου. Εικόνες σαν αυτές που έζησα στο μικρό ψιλικατζίδικο της γειτονιάς μου, πλούτιζαν τότε τη ζωή μου. Οι αναμνήσεις τους με κάνουν να νιώθω διαχρονικά πλούσια, βαθύπλουτη, με όλα του κόσμου τα καλά στη διάθεσή μου, τελείως ανεξάρτητα απ’ τα αποκτήματά μου. Τόσο απλή είναι και τώρα μέσα μου η πρόσβαση σε τόση ευτυχία.